- εναντιοφρονώ
- (ε) αμετ. придерживаться противоположного мнения, мыслить по-иному
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εναντιοφρονώ — ( έω) (Μ ἐναντιοφρονῶ, έω) φρονώ τα αντίθετα, έχω αντίθετη γνώμη, αντιφρονώ … Dictionary of Greek